- ξαναδυναμώνω
- αμετ. оправляться, выздоравливать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναδυναμώνω — (Μ ξαναδυναμώνω) ανακτώ τις δυνάμεις μου, ισχυροποιούμαι … Dictionary of Greek
αναδυναμώνω — 1. (ενεργ. και μέσ.) ανακτώ τις δυνάμεις μου, ξαναδυναμώνω 2. κάνω κάποιον ικανό να ανακτήσει τις δυνάμεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δυναμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ανανθώ — ( έω) (Α ἀνανθῶ) (για φυτά) ξανανθίζω, συνεχίζω να ανθίζω αρχ. ανακτώ σφρίγος, ανανεώνομαι, ξαναδυναμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀνθῶ] … Dictionary of Greek
αναρριπίζω — (AM ἀναρριπίζω) νεοελλ. ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ μσν. διασκορπίζω στον αέρα αρχ. 1. κάνω αέρα με κάτι 2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω 3. (για πτηνά) φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω». ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek